- αμφοτεροπλουν
- ἀμφοτερόπλουνἀμφοτερό-πλουντό (sc. ἀργύριον или δάνειον) денежная ссуда под залог судна на двойной рейс (прямой и обратный) Dem.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀμφοτερόπλουν — ἀμφοτερόπλοος navigable on both sides masc/fem acc sg ἀμφοτερόπλοος navigable on both sides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφοτερόπλους — ἀμφοτερόπλους, ουν (Α) 1. αυτός που είναι πλευστός και από τα δύο μέρη (π. χ. ο ισθμός) 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφοτερόπλουν ναυτοδάνειο που χορηγούσαν όχι μόνο για τον απόπλου αλλά και για την επάνοδο του πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek